μονοκονδυλιά

μονοκονδυλιά
η
βλ. μονοκοντυλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μονοκοντυλιά — και μονοκονδυλιά, η 1. γραφή λέξης, φράσης, υπογραφής ή σχεδίου με μία κίνηση τής γραφίδας 2. φρ. «με μια μονοκοντυλιά» χωρίς μεγάλη διαδικασία, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κοντύλι. Η λ., στον λόγιο τ. μονοκονδυλία, μαρτυρείται από το 1829… …   Dictionary of Greek

  • κορωνίδα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158. II Μυθολογικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”